Η συζήτηση για την κρίση του δικομματισμού στη χώρα μας δεν είναι καινούργια. Επανέρχεται στο προσκήνιο κάθε φορά που κυριαρχεί η αίσθηση της πολιτικής στασιμότητας. Η στασιμότητα προσδιορίζεται πάντοτε από μια διπλή αδυναμία. Την αδυναμία της κυβέρνησης να μεταφράσει τις κοινωνικές προτεραιότητες σε υλοποιήσιμο πολιτικό πρόγραμμα και βεβαίως την αδυναμία της μείζονος αντιπολίτευσης να πείσει ως εναλλακτική λύση για τη διακυβέρνηση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες αναζωπυρώνεται η συζήτηση για την κρίση του δικομματισμού και το τέλος του πρώτου κύκλου της Μεταπολίτευσης. Πάντοτε δε, συνοδεύεται αυτή η συζήτηση με το εξής ερώτημα: Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις; είναι δομική ή συγκυριακή η κρίση; Με άλλα λόγια, θα διαμορφώσει ένα νέο κομματικό τοπίο ή θα ξεπεραστεί όταν βελτιωθεί η συγκυρία;
Κατά τη γνώμη μας, κανένα σκέλος της απάντησης (δομική ή συγκυριακή) δεν απαντά επαρκώς στο ερώτημα. Δεν θα υπάρξει ποτέ μια «τελική στιγμή» κατάρρευσης του δικομματισμού και καμιά κρίση δεν ξεπερνιέται χωρίς να αφήνει «τραύματα» στο δικομματισμό. Και εξηγούμαστε.
Τα στοιχεία της έρευνας, που διεξήχθη από τη Metron Analysis για λογαριασμό του ΕΤ, δείχνουν ότι πάνω από ένας στους τρεις πολίτες (35,9%) τάσσεται υπέρ της δημιουργίας ενός νέου κόμματος. Θα έλεγε κανείς ότι το 35,9% είναι, αν μη τι άλλο, ένα κρίσιμο μέγεθος που θα μπορούσε να δώσει την κοινωνική υποστήριξη σε ένα νέο κομματικό εγχείρημα. Ομως δεν είναι έτσι. Διότι αυτό το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος που τάσσεται σήμερα υπέρ της δημιουργίας ενός νέου κόμματος:
▪ Είναι ετερόκλητο ιδεολογικά και πολιτικά. Προέρχεται από όλους τους κοινωνικούς και ιδεολογικούς χώρους και όλες τις κομματικές προελεύσεις.
▪ Δεν υποστηρίζει ενεργητικά τη θέση του, εκφράζει περισσότερο ένα αίσθημα απαξίωσης παρά τη βούληση θετικής αυτενέργειας.
Στο ως άνω διάγραμμα παρουσιάζονται διαχρονικά στοιχεία από τη βάση δεδομένων της Metron Analysis με απαντήσεις στο ίδιο ερώτημα κατά την προηγούμενη περίοδο έντασης της συζήτησης για την κρίση του δικομματισμού (περίοδος 2000-2001). Και τότε κυριαρχούσε το φαινόμενο της «διπλής» αδυναμίας: αδύναμη κυβέρνηση και ηττημένη, έστω και οριακά, αντιπολίτευση. Το ποσοστά υποστήριξης της αναγκαιότητας δημιουργίας ενός νέου κόμματος ξεκίνησαν λίγο μετά τις εκλογές του 2000 από τα επίπεδα που καταγράφονται σήμερα. Στις συνθήκες εκείνες δημιουργήθηκε ο ΛΑΟΣ του κ. Καρατζαφέρη και όταν ο κ. Αβραμόπουλος ανακοίνωσε την πρόθεσή του να ιδρύσει ένα νέο κόμμα γιγαντώθηκαν. Το Μάρτιο του 2001 σχεδόν ένας στους δύο ψηφοφόρους (49,3%) τασσόταν υπέρ της αναγκαιότητας της δημιουργίας νέων κομμάτων.
▪ Ο δικομματισμός δεν «απεβίωσε». Η Ν.Δ. κατάφερε να ανατρέψει το έλλειμμα εμπιστοσύνης και στις επόμενες εκλογές του 2004 σημείωσε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά της.
▪ Εμεινε στο πολιτικό προσκήνιο ο ΛΑΟΣ, ο οποίος σήμερα διαθέτει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και δείχνει να διευρύνει σταδιακά το ακροατήριό του.
▪ Διαψεύστηκαν οι θεωρίες του πολιτικού αυτοματισμού. Το ΚΕΠ ολοκλήρωσε τον κύκλο του πριν καν να συμμετάσχει σε εκλογική αναμέτρηση. Το κομματικό σύστημα δεν αλλάζει χωρίς πολιτικούς πρωταγωνιστές που να μπορούν να εμπνεύσουν την κοινωνία. Υπάρχει εξάλλου το παράδειγμα του Ανδρέα Παπανδρέου. Θα αντικαθιστούσε το ΠΑΣΟΚ την Ενωση Κέντρου χωρίς αυτόν;
Αρα το συμπέρασμα της αμέσως προηγούμενης κρίσης και μάλλον και το αποτέλεσμα της σημερινής ίσως να περιγράφεται καλύτερα από εκείνο το στίχο των αδελφών Κατσιμίχα... «...τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου